υποιστός

υποιστός
-ή, -όν, ΜΑ
υποφερτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + οἰστός*, ρηματ. επίθ. τού ρ. φέρω. Ο τ. αποτελεί το ρηματ. επίθ. τού ρ. ὑπο-φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποιστός — tolerable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποιστά — ὑποιστός tolerable neut nom/voc/acc pl ὑποιστά̱ , ὑποιστός tolerable fem nom/voc/acc dual ὑποιστά̱ , ὑποιστός tolerable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποιστόν — ὑποιστός tolerable masc acc sg ὑποιστός tolerable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανύποιστος — ἀνύποιστος, ον (Α) αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποιστός (< υποφέρω) «υποφερτός, ανεκτός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”